-
1 строгий
строгий αυστηρός; απαιτητικός (требовательный) ◇ \строгий выговор η αυστηρή μομφή* * *αυστηρός; απαιτητικός ( требовательный)••стро́гий вы́говор — η αυστηρή μομφή
-
2 выговор
выговорм1. (произношение) ἡ προφορά:чистый \выговор ἡ καθαρή προφορά·2. (порицание) ἡ μομφή, ἡ ἐπιτίμηση [-ις], ἡ ἐπίπληξη:строгий \выговор ἡ αὐστηρή μομφή· сделать \выговор κάνω (или προσάπτω) μομφή· получить \выговор τιμωρούμαι μέ μομφή. -
3 строгий
строг||ийприл вразн. знач. αυστηρός:\строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο. -
4 упрёк
-а α.μομφή, μέμψη, ψέξη, κατηγόρια-επίκριση•строгий упрёк αυστηρή μομφή•
упрёк взаимныеупрёки αλληλοκατηγορίες•
осыпать -ами кого-н. λέγω ένα σωρό κατηγόριες για κάποιον.
εκφρ.бросить упрёк кому – επιρρίπτω (προσάπτω) μομφή σε κάποιον, κοτσάρω•ставить в упрёк кому что – κατηγορώ κάποιον για κάτι•не в упрёк кому – όχι με σκοπό να κατηγορήσω κάποιον•без -а – παλ. άμεμπτα, άψογα.